Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκηνευτής — tent dweller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνευτής — ὁ, Α 1. σκηνίτης 2. κατασκευαστής σκηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + κατάλ. ευτής, παρλλ. τ. τού σκηνίτης*] … Dictionary of Greek